ἰλλαίνω

ἰλλαίνω
ἰλλαίνω,
A look awry, squint, Hp.Epid.3.1.γ; of the eyes, to be distorted, Id.Coac.214, Epid.4.12:—so also in [voice] Pass., [full] ἰλλαίνομαι, Id.Morb.3.12. [full] ἴλλαος, v. ἵλαος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιλλαίνω — ἰλλαίνω (Α) αλληθωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. αίνω (πρβλ. θερμ αίνω, λευκ αίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

  • κατιλλαίνω — (Μ) 1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη κατεμυκτηρίσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

  • παριλλαίνω — Α (κατά τον Ησύχ.) ρίχνω λοξή ματιά σε κάτι ή σε κάποιον, λοξοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”